- καραμούζα
- και καραμούτζα, η (Μ καραμούζα και καρλαμούζα)νεοελλ.ζουρνάςμσν.γκάιντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. corna musa «ποιμενική φλογέρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καραμούζα — η (λ. ιταλ.), πνευστό μουσικό όργανο που παράγει τραχύ και διαπεραστικό ήχο: Μόνο καραμούζα ξέρει να παίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)